- μιαίνω
- (ΑΜ μιαίνω)1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.)2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν», Αισχύλ.)3. (για ιερούς χώρους) βεβηλώνω, μαγαρίζω («εἰς τὰ τεμένη εἰσιὼν τὴν ἁγνείαν τῶν θεῶν μιανῶ», Αντιφ.)νεοελλ.(το παθ.) μιαίνομαι(ειδικά) μολύνομαι με νοσογόνα μικρόβιαμσν.1. αμαρτάνω, κολάζομαι2. ντροπιάζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μιασμένος, -η, -ονακάθαρτος, ρυπαρόςμσν.-αρχ.διαφθείρω, ατιμάζω («ἐμίανεν ὁ υἱὸς Ἐμμὼρ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῡ», ΠΔ)αρχ.αλείφω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με άλλο χρώμα, βάφω, χρωματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Στο ζεύγος μιαίνω, μιαρός είναι χαρακτηριστική η εναλλαγή ρ/ν (πρβλ. ιερός και πιθ. ιαίνω). Κατά μία άποψη, οι τ. ανάγονται σε ρίζα *μιαρ-, ενώ ο μυκηναϊκός τ. τού μιαρός, mijaro «βαφή, χρωστική ύλη για υφάσματα» δεν επιτρέπει την αναγωγή σε ρίζα *μιFαρ- και την ύπαρξη ενός αμάρτυρου τ. μιᾱ (*μιFᾱ). Έχουν διατυπωθεί, παρ' όλα αυτά, πολλές υποθέσεις, μάλλον απίθανες, για σύνδεση τών τύπων με ΙΕ λέξεις (πρβλ. ΙΕ ρίζα *mai- «λεκιάζω, λερώνω», λιθουαν. mάiva «έλος» και miēles «κατακάθι», αρχ. άνω γερμ. meil [a] «λεκές, ψεγάδι»). Κατ' άλλους, οι τ. συνδέονται με αρχ. ινδ. mūtram «ούρα», αβεστ. mūpra- «ακαθαρσία» ή, τέλος, με αρμ. mic «ακαθαρσία, λάσπη». Ο τ. μια-ρός απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή μιαι- (πρβλ. μιαι-φόνος), που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα κραται-, παλαι- (πρβλ. κραται-παγής, παλαί-μαχος). Το επίθ. μιαρός/μιερός (πρβλ. -μυκην. mijaro) «μολυσμένος, ακάθαρτος» λεγόταν για ορισμένες μέρες τού μήνα Ανθεστηριώνος και χρησιμοποιούνταν με ηθική σημ. ως αντίθετο τού καθαρός, ενώ στον Αριστοτέλη και στους ρήτορες ως συνώνυμο τής ύβρης.ΠΑΡ. μίανση, μίασμα, μιάστωραρχ.μιάντης, μιαντός, μιασμός, μίαχοςμσν.μιαντήριον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μιαι·) μιαιφόνοςαρχ.μιαιβαδία, μιαιβιώ, μιαιφθορώαρχ.-μσν.μιαιγαμία. (Β συνθετικό) αρχ. εκμιαίνω, εμμιαίνω, καταμιαίνω, προμιαίνω, συμμιαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.